σαματατζής
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
Greek Monolingual
ο, θηλ. σαματατζού, Ν
1. αυτός που προκαλεί θόρυβο, ο θορυβοποιός
2. αυτός που επιδιώκει φιλονικίες, καβγατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαματάς + κατάλ. -τζής (πρβλ. πλακατζής)].