σικυώνας
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
ο / σικυών, -ῶνος, ΝΜ
τόπος φυτεμένος με αγγουριές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + επίθημα -ών, -ῶνος (πρβλ. καλαμ-ών)].