σικυώνας

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

ο / σικυών, -ῶνος, ΝΜ
τόπος φυτεμένος με αγγουριές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + επίθημα -ών, -ῶνος (πρβλ. καλαμών)].