σικυώνας

From LSJ

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in laboreven Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source

Greek Monolingual

ο / σικυών, -ῶνος, ΝΜ
τόπος φυτεμένος με αγγουριές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + επίθημα -ών, -ῶνος (πρβλ. καλαμών)].