αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
Full diacritics: σκάμβυκες | Medium diacritics: σκάμβυκες | Low diacritics: σκάμβυκες | Capitals: ΣΚΑΜΒΥΚΕΣ |
Transliteration A: skámbykes | Transliteration B: skambykes | Transliteration C: skamvykes | Beta Code: ska/mbukes |
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκόλοπες, χάρακες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το επίθ. σκαμβός με επίθημα -υξ, -υκος (πρβλ. κάλ-υξ)].