στροφέας

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551

Greek Monolingual

ο / στροφεύς, -έως, ΝΑ
1. ο ανώτατος σπόνδυλος του αυχένα, αλλ. άτλας ή επιστροφέας
2. θηλυκωτήρι το οποίο συνέχει τα θυρόφυλλα με τους παραστάτες και πάνω στο οποίο, καθώς αυτά στρέφονται, ανοίγουν και κλείνουν, γίγγλυμος, κν. μεντεσές
νεοελλ.
τεχνολ. α) κυλινδρικό τμήμα γύρω από το οποίο ένα εξάρτημα δέχεται μια περιστροφή, στρόφιγγα
β) το στρεφόμενο τμήμα άξονα ή ατράκτου το οποίο στηρίζεται πάνω στο έδρανο
αρχ.
τμήμα παγίδας για νυφίτσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος ή στροφή + κατάλ. -εύς (πρβλ. ραφ-εύς)].