μεντεσές

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

Greek Monolingual

ο
στροφέας, στρόφιγγας θύρας ή παραθύρου, δηλαδή το μικρό βαλανοειδές σίδερο ή ξύλο που ενώνει τη θύρα ή το παράθυρο με τους παραστάτες και συντελεί στο άνοιγμα και κλείσιμό τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mentese].