συστάδα
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
Greek Monolingual
η / συστάς, -άδος, ΝΜΑ, και ξυστάς Α
ομάδα από αντικείμενα, ιδίως δένδρα ή θάμνους, που στέκονται κοντά το ένα με το άλλο
νεοελλ.
το σύνολο τών δένδρων που φύονται σε μια δασική έκταση
αρχ.
1. (κατά τον Πολυδ.) «ζυγὰς μὲν καὶ συστὰς ἡ ἀμπελόφυτος γῆ, εἰ μὴ κατὰ στοῑχον εἴη πεφυτευμένη, στοιχὰς δὲ ἡ κατὰ στοῑχον»
2. φρ. α) «συστάδες ἀμπέλων» — αμπέλια φυτεμένα το ένα κοντά στο άλλο
β) «συστάδες θαλάσσης» και «συστάδες ὀμβρίων ὑδάτων» — ο τόπος όπου μαζεύεται νερό (Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συστα- του συνίσταμαι (πρβλ. παθ. μέλλ. συστα-θήσομαι) + κατάλ. -άς, -άδος
(πρβλ. παραστ-άς)].