τυραννίσκος

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
1. μικρός ή ασήμαντος τύραννος
2. μτφ. α) άτομο που καταπιέζει τους υφισταμένους του
β) μικρός βασανιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. σατραπ-ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Αδ. Κοραή].