πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers
-ον, Α(για θεό) αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θρόνος (πρβλ. ἀρχί-θρονος)].