φτύσιμο

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φτύνω
2. συνεκδ. το σάλιο που φτύνει κανείς
3. μτφ. περιφρόνηση («δεν περίμενα τέτοιο φτύσιμο από αυτόν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτυσ- του αορ. έ-φτυσ-α του ρ. φτύνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. βρίσ-ιμο)].