φτύσιμο
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
Greek Monolingual
το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φτύνω
2. συνεκδ. το σάλιο που φτύνει κανείς
3. μτφ. περιφρόνηση («δεν περίμενα τέτοιο φτύσιμο από αυτόν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτυσ- του αορ. έ-φτυσ-α του ρ. φτύνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. βρίσιμο)].