υάλωμα

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / ὑάλωμα, -ώματος, ΝΜ
οφθαλμική πάθηση τών αλόγων παρόμοια με το γλαύκωμα
νεοελλ.
1. υάλωση
2. το σύνολο τών γυάλινων τμημάτων ενός οικοδομήματος, τα τζαμικά
3. το υαλογράφημα
4. το εφυάλωμα, το σμάλτο
5. ιατρ. σπάνια δερματοπάθεια χαρακτηριζόμενη από τον σχηματισμό μικρών διαφανών ογκιδίων, λόγω υαλοειδούς εκφυλίσεως της επιδερμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. γλαύκ-ωμα)].