δερματοπάθεια
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
Greek Monolingual
η
πάθηση του δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δερματοπάθειαι μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μαυρογένη].