δερματοπάθεια

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288

Greek Monolingual

η
πάθηση του δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δερματοπάθειαι μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μαυρογένη].