χιαστί
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
A Adv. like the Chians, τίλλειν Eust.1462.34, Hsch. II crosswise, diagonally, χ. τῶν εὐθειῶν κειμένων Procl. in Euc.p.357 F.
Greek Monolingual
(I)
ΝΜΑ
επίρρ. σε σχήμα Χ, σταυροειδώς
(