χαραγή
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
German (Pape)
[Seite 1335] ἡ, der eingegrabene Zug, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰρᾰγή: ἡ, τὸ χάραγμα ἢ εἰκὼν ἐπὶ νομίσματος, Ἄννα Κομν. 2. 243.
Greek Monolingual
η, ΝΜ
η ενέργεια του χαράζω, το χάραγμα
νεοελλ.
1. χαρακιά, χαραγματιά
2. σχισμή, χαραμάδα
3. γραμμή, ράβδωση
4. (κυρίως σχετικά με κορμούς φυτών ή δέντρων) εντομή
5. η χαραυγή
6. ζωοτ. μικρή τομή στα αφτιά τών κατοικίδιων ζώων για να αναγνωρίζονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαραγ- του χαράσσω + κατάλ. -ή (πρβλ. ἁρπαγ-ή)].