χαραυγή

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. λυκαυγές, χάραμα
2. μτφ. έναρξη, αρχή, απαρχή («στη χαραυγή του καινούργιου αιώνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαραγή + αυγή με συμφυρμό].