δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
η, Ν1. λυκαυγές, χάραμα2. μτφ. έναρξη, αρχή, απαρχή («στη χαραυγή του καινούργιου αιώνα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < χαραγή + αυγή με συμφυρμό].