ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
μαστιγιώ, -άω (Α)θέλω να μαστιγωθώ ή είμαι άξιος μαστίγωσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, -ιγος + επίθημα -ιάω (πρβλ. στρατηγ-ιάω)].