Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαστιχένιος

From LSJ
Revision as of 14:46, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Greek Monolingual

-α, -ο
αυτός που έχει παρασκευαστεί από μαστίχα ή με μαστίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίχα + κατάλ. -ένιος (πρβλ. ζαχαρ-ένιος)].