ηπατοσκόπος
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
Greek Monolingual
ἡπατοσκόπος, -ον (Α)
αυτός που παρατηρεί ή εξετάζει το ήπαρ και μαντεύει από αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηπατο- (< ήπαρ) + -σκόπος < σκοπός (πρβλ. οιωνο-σκόπος)].