μεσουρανίς
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
επίρρ. στο μέσον του ουρανού, μεσούρανα («μεσουρανίς η ολόφεγγη η Σελήνη / λαμποκοπά κι αστράφτει πέρα ώς πέρα», Γρυπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσούρανα + επιρρμ. κατάλ. -ίς (πρβλ. αποβραδ-ίς).].