μεσούρανα
From LSJ
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
Greek Monolingual
και μεσοούρανα, τα
1. το μέσον του ουρανού
2. (ως τοπ. επίρρ.) μεσούρανα και μεσοούρανα
στο μέσο του ουρανού, μεσουρανίς («μεσούρανα φάνηκε το άστρο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ουρανός μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. μεσούρανος].