μετωποφορώ

From LSJ
Revision as of 15:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203

Greek Monolingual

μετωποφορῶ, -έω (Μ)
φέρω πάνω στο μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + -φορῶ (< -φόρος < φέρω), πρβλ. μαυρο-φορώ].