καρυοθραύστης

Revision as of 13:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ο
μεταλλικό όργανο που χρησιμοποιείται για να σπάει εύκολα το τσόφλι καρυδιών και άλλων ξηρών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -θραύστης (< θραύστης < θραύω), πρβλ. παγο-θραύστης].