ουραχός

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

ο (Α οὐραχός)
νεοελλ.
ανατ. το ενδοκοιλιακό εξωπεριτοναϊκό τμήμα του αλαντοειδούς πόρου στο έμβρυο, το οποίο πριν από τον τοκετό μεταπλάσσεται σε μέσο ομφαλοκυστικό σύνδεσμο
αρχ.
1. ο αγωγός τών ούρων στο έμβρυο
2. το κορυφαίο άκρο της καρδιάς
3. κορμός, στέλεχος φυτού
4. αιχμή τρυπάνου
5. φρ. «οὐραχοὶ τῶν ὀφρύων» — τα εξωτερικά άκρα τών φρυδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά + επίθημα -χος (πρβλ. στόμα-χος)].