ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
-η, -ο, Ντραχηλάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -άτος (πρβλ. σταρ-άτος)].