Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
ἐριώπης, ὁ, (θηλ. ἐριῶπις) (Α)
αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + -ωπης (< ωψ «οφθαλμός» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικό
πρβλ. ελίκωψ, μύωψ + κατάλ. -ης)].