χρηματοφύλαξ

Revision as of 13:20, 25 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "|Full diacritics" to "|Full diacritics")

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, , = Lat.

A praefectus aerarii, Vett.Val.38.34.

German (Pape)

[Seite 1374] ακος, , Schatzwächter, Schol. Aesch. Pers. 1.

Greek Monolingual

-ακος, , Α
υπάλληλος επιφορτισμένος με τη φύλαξη τών χρημάτων του δημόσιου ταμείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + φύλαξ.