αιμοδότης

From LSJ
Revision as of 22:44, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχειtime and tide wait for no man

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -δότρια)
αυτός που προσφέρει αίμα για μετάγγιση σε ασθενή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίμα + -δότης < δίδωμι.
ΠΑΡ. αιμοδοσία].