αιμοδότης

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

αιμοδότης, ο (θηλ. αιμοδότρια)
αυτός που προσφέρει αίμα για μετάγγιση σε ασθενή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίμα + -δότης < δίδωμι.
ΠΑΡ. αιμοδοσία].