αιμοδότης

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522

Greek Monolingual

αιμοδότης, ο (θηλ. αιμοδότρια)
αυτός που προσφέρει αίμα για μετάγγιση σε ασθενή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίμα + -δότης < δίδωμι.
ΠΑΡ. αιμοδοσία].