φόντης

Revision as of 06:15, 27 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

= φονεύς (killer), only in compds., e.g. Ἀργειφόντης, βροτοφόντης, etc.

German (Pape)

[Seite 1298] ὁ), = φονεύς, nur in Zusammensetzungen, wie Ἀργειφόντης (?), βροντοφόντης u. vgl. gebräuchlich.

Greek (Liddell-Scott)

φόντης: φονεύς, εὕρηται μόνον ἐν συνθέσει, π. χ. Ἀργειφόντης, βροντοφόντης, κλπ., ἴδε Χοιροβοσκ. 50.