Ἀργειφόντης
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
Ἀργειφόντου, ὁ, voc.
A -φόντα h.Hom.29.7, Orph.H.28.3, Luc. Tim.32: (Ἄργος, Φόνος):—slayer of Argus, epithet of Hermes, Od. 1.38, al., Hes.Op.77, etc.: variously expld. by Gramm., cf. Corn. ND16.
II acc. to Paus.Gr.Fr.65, from ἀργῆς, serpent-slayer, i.e. Apollo, S.Fr.1024, cf. Sch.A.Pr.569; of Telephus, Parth.Fr. 33.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Grafía: graf. ἀργι- Hsch.
I Argeifontes
1 interpretado como matador de Argos epít. de Hermes, Od.1.38, Hes.Op.77, Fr.64.18, 66.4, h.Cer.335, quizá tb. Alcm.56.6, cf. ἀργεφάντης Corn.ND 16.
2 interpretado como matador de la serpiente de Apolo, S.Fr.1024, de Télefo, Parth.SHell.650, Paus.Gr.α 143, v. Ἀπόλλων.
II ἀργιφόντῃ· καθαροφόνῳ Hsch. (interpr. de I).
• Etimología: Las interpr. antiguas proceden de una etim. pop. Quizá se trata de un término relig. antiguo (‘matador del epón. de Argos’); otras propuestas: de ἄργος y -φόντης (rel. c. εὐθένεια, etc.) ‘que se distingue por la rapidez del rayo’, o de *ἄργει φάων ‘que se muestra con claridad, con esplendor’.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀργειφόντης: -ου, ὁ (Ἄργος, *φένω) ὁ φονεὺς τοῦ Ἄργου, ἐπίθετον τοῦ Ἑρμοῦ, Ὅμ., ἴδε Nitzsch. Ὀδ. Α. 38, Σοφ. Ἀποσπ. 972, καθ’ Ἡσύχ. «Ἀργειφόντης˙ ὁ Ἑρμῆς ἢ ὁ ἀργὸς φόνου ἢ ἐν Ἄργει πρῶτον πεφηνώς, ἢ καταργῶν τοὺς φόνους». ΙΙ. κατὰ Παυσ. παρ’ Εὐστ. 183, 12 (ἐκ τοῦ ἀργῆς), ὁ τοῦ ὄφεως φονεύς, τ. ἔ. ὁ Ἀπόλλων, πρβλ. Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 569.
Greek Monotonic
Ἀργειφόντης: -ου, ὁ (Ἄργος, *φένω), ο φονιάς του Άργου, δηλ. ο Ερμής (προσωνύμιο του Ερμή), σε Όμηρ.