φόντης
From LSJ
English (LSJ)
= φονεύς (killer), only in compds., e.g. Ἀργειφόντης, βροτοφόντης, etc.
German (Pape)
[Seite 1298] ὁ), = φονεύς, nur in Zusammensetzungen, wie Ἀργειφόντης (?), βροντοφόντης u. vgl. gebräuchlich.
Greek (Liddell-Scott)
φόντης: φονεύς, εὕρηται μόνον ἐν συνθέσει, π. χ. Ἀργειφόντης, βροντοφόντης, κλπ., ἴδε Χοιροβοσκ. 50.
Greek Monolingual
Α
β' συνθετικό διαφόρων λέξεων, που δηλώνει τον φονέα, εκείνον που σκοτώνει (πρβλ. ἀνδρο-φόντης, Ἀργει-φόντης, βροτο-φόντης, μητρο-φόντης κ.ά.)
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Τ. που έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας ghwen- «χτυπώ» του ρ. θείνω, κατ' επίδραση της λ. φόνος (βλ. και λ. θείνω, φόνος)].