ἐλαφρύνω
English (LSJ)
A make light, lighten, πόλεμον Jul.Or.1.1Sc, cf. Babr.111.6 (Pass.), Aq.Jb.39.34 (40.4). 2 relieve, ἀνίας Eus.Mynd.1; κεφαλήν Ruf. ap. Orib.8.47 (b).1:—Pass., ἐλαφρυνθήσεται τοῦ ὄγκου Hippiatr.126. b relieve of fiscal burdens, ἑαυτὸν ἐ. τῆς συντελείας Just.Nov.43.1.2:— Pass., ibid.
Spanish (DGE)
I tr.
1 aligerar ἐλαφρύνοντος τοῦ δαιμονίου τὸ βάρος D.Chr.13.3
•aligerar, despejar τόν τε θώρακα τήν τε κεφαλήν Ruf. en Orib.8.47.8
•fig. hacer ligero o fácil c. ac. σοὶ ... πόλεμον Iul.Or.1.18c
•fig. aliviar c. ac. ἐλαφρύνοιμι ... ἀκεσίμῳ λόγῳ τὰς ἀνίας Eus.Mynd.1.
2 aliviar, aligerar de cargas fiscales, deudas y otras obligaciones ἑαυτὸν ἐλαφρύνειν τῆς συντελείας Iust.Nou.43.1.2, en v. pas. ἐλαφρυνθῆναι τῶν χρεῶν PGen.14.22 (VI/VII d.C.)
•abs., crist. ἐν τῇ ἀφέσει ἐλαφρύνειν aliviar con el perdón, Const.App.2.18.7, cf. Epiph.Const.Haer.42.12.3.
II intr. en v. med.-pas.
1 aligerarse de peso συντακέντων τῶν ἁλῶν ἐλαφρύνθη al disolverse la sal se aligeró un asno cargado, Babr.111.6.
2 fig. actuar o hablar a la ligera ἰδοὺ ἠλαφρύνθην Aq.Ib.39.34.
German (Pape)
[Seite 792] leicht machen, erleichtern, Sp., wie Charit. 6, 6, ἑαυτὸν τῆς διακονίας.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἐλαφρύνω: делать легче, облегчать Babr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαφρύνω: καθιστῶ ἐλαφρόν, ἐλαφρύνω, Βαρβ. 111. 6, ἐν τῷ παθ.
Greek Monolingual
(AM ἐλαφρύνω)
1. κάνω κάτι ελαφρό, αλαφραίνω
2. καθιστώ ευκολότερο κάτι
μσν.- νεοελλ.
ανακουφίζω κάποιον από θλίψη, κόπους, δαπάνες.