φιλάνθρωπον
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
English (LSJ)
τό,
1 = φιλανθρωπία (benevolence, gentility, humane behavior, humane behaviour, favour, favor, benefit)
2 = ἀπαρίνη (cleavers, goose grass), Dsc.3.90, Plin.HN24.176; φιλανθρώπειος βοτάνη in Archig. ap. Gal.12.574.
Russian (Dvoretsky)
φιλάνθρωπον: τό Plut., pl. ap. Polyb. = φιλανθρωπία.