ἀνακεφαλαιωτικός

From LSJ
Revision as of 13:06, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακεφαλαιωτικός Medium diacritics: ἀνακεφαλαιωτικός Low diacritics: ανακεφαλαιωτικός Capitals: ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anakephalaiōtikós Transliteration B: anakephalaiōtikos Transliteration C: anakefalaiotikos Beta Code: a)nakefalaiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, fit for summing up ; τὸ ἀ., = ἀνακεφαλαίωσις (summary), DH. Lys. 19. Adv. ἀνακεφαλαιωτικῶς summarily, Eust. 1579.8, etc.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 recapitulador ὁ οὐκοῦν καλεῖται ... πρὸς δ' ἑτέρων ἀνακεφαλαιωτικός A.D.Coni.257.19
subst. τὸ ἀνακεφαλαιωτικόν resumen D.H.Lys.19.
2 adv. -ῶς sumariamente Eust.1579.4.

German (Pape)

[Seite 191] dazu gehörig, τὸ ἀν. τῶν ῥηθέντων μέρος, die Wiederaufzählung des Gesagten, Dion. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακεφαλαιωτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὴν ἀνακεφαλαίωσιν ἀνήκων, τὸ ἀνακεφαλαιωτικὸν μέρος, τὸ περὶ τὴν ἀνακεφαλαίωσιν, = τῷ προηγ., Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 19. Ἐπιρρ. -κῶς Εὐστ. 1579. 8, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνακεφαλαιωτικός, -ή, -όν) ἀνακεφαλαιοῦμαι
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανακεφαλαίωση
μσν.
επίρρ. ἀνακεφαλαιωτικῶς
περιληπτικά
αρχ.
ο κατάλληλος για ανακεφαλαίωση, για περίληψη.