προαναπαύω
English (LSJ)
A prescribe a previous rest, Id.12.683. II Med., die before, Reu. Bibl.41.96 (Otranto).
German (Pape)
[Seite 707] (s. παύω), machen, daß Etwas vorher aufhört, pass. vorher sterben, Sp.
Greek Monolingual
Α
1. παραγγέλλω μια προκαταβολική ανάπαυση
2. μέσ. προαναπαύομαι
πεθαίνω πριν από την ώρα μου.