προαναπαύω

Revision as of 09:35, 3 April 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

A prescribe a previous rest, Id.12.683. II Med., die before, Reu. Bibl.41.96 (Otranto).

German (Pape)

[Seite 707] (s. παύω), machen, daß Etwas vorher aufhört, pass. vorher sterben, Sp.

Greek Monolingual

Α
1. παραγγέλλω μια προκαταβολική ανάπαυση
2. μέσ. προαναπαύομαι
πεθαίνω πριν από την ώρα μου.