κεραιοῦχος
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
ον, = κεροῦχος 11: metaph., upholding the right, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1419] die Raaen haltend, κάλως, Hesych., der es aber auch δικαιοδότης erkl. S. κεροῦχος.
Greek (Liddell-Scott)
κεραιοῦχος: -ον, = κεροῦχος ΙΙ, καὶ μεταφορ., δικαιοδότης, Ἡσύχ.