ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
Full diacritics: κύλλια | Medium diacritics: κύλλια | Low diacritics: κύλλια | Capitals: ΚΥΛΛΙΑ |
Transliteration A: kýllia | Transliteration B: kyllia | Transliteration C: kyllia | Beta Code: ku/llia |
ὑπώπια μελανά, Hsch. κύλλοβος (κόλλ- cod.)· ξηρὰ συκῆ, Id.
κύλλια, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπώπια μελανά».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλα (τὰ) «κοιλότητες κάτω από τα μάτια», με εκφραστικό αναδιπλασιασμό του -λ-, + κατάλ. -ια].