κύλλια

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύλλια Medium diacritics: κύλλια Low diacritics: κύλλια Capitals: ΚΥΛΛΙΑ
Transliteration A: kýllia Transliteration B: kyllia Transliteration C: kyllia Beta Code: ku/llia

English (LSJ)

ὑπώπια μελανά, Hsch. κύλλοβος (κόλλια cod.)· ξηρὰ συκῆ, Id.

Greek Monolingual

κύλλια, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπώπια μελανά».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλα (τὰ) «κοιλότητες κάτω από τα μάτια», με εκφραστικό αναδιπλασιασμό του -λ-, + κατάλ. -ια].