σιδήρωμα

From LSJ
Revision as of 15:55, 8 March 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>ιδίως" to "<b>ιδίως")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδήρωμα Medium diacritics: σιδήρωμα Low diacritics: σιδήρωμα Capitals: ΣΙΔΗΡΩΜΑ
Transliteration A: sidḗrōma Transliteration B: sidērōma Transliteration C: sidiroma Beta Code: sidh/rwma

English (LSJ)

ατος, τό, in plural, iron fittings, PFlor.325.11 (v A.D.).

German (Pape)

[Seite 880] τό, Eisenarbeit, eisernes Werkzeug, Geräth, Gefäß, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδήρωμα: τό, σιδηρᾶ ἀντικείμενα, Νικήτ. Εὐγεν. 8. 96.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΜΑ σιδηρῶ
νεοελλ.
το σιδέρωμα
μσν.-αρχ.
(ιδίως στον πληθ.) τὰ σιδηρώματα
σιδερένια αντικείμενα, σκεύη ή εργαλεία («μηχανὴ ἑξηρτισμένη πάσῃ ξυλικῇ ἐξαρτίᾳ καὶ σιδηρώμασιν», πάπ.).