ῥοπτός

From LSJ
Revision as of 11:12, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοπτός Medium diacritics: ῥοπτός Low diacritics: ροπτός Capitals: ΡΟΠΤΟΣ
Transliteration A: rhoptós Transliteration B: rhoptos Transliteration C: roptos Beta Code: r(opto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ῥόφω) = ῥοφητός, Hp. ap. Gal.19.136.

German (Pape)

[Seite 849] adj. verb. zu ῥοφέω, geschlürft, zu schlürfen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοπτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ῥοφῶ, = ῥοφητός, «ῥοπτῶν, ῥοφημάτων, ἢ πάντων τῶν ὁπωσοῦν ῥοφουμένων» Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 554.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που χρησιμοποιείται ως ρόφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του ῥοφητός (> ῥοφτός > ῥοπτός), βλ. και λ. ῥόμμα.