σακτήρ

Revision as of 16:10, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, sack, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σακτήρ: -ῆρος, ὁ (σάττω) σάκκος, θύλακος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) σάκος, θύλακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, τακτοποιώ» (για το θ. σακ- βλ. λ. σάττω) + επίθημα -τήρ (πρβλ. φυλακτήρ)
για την σημ. βλ. και λ. σάκτας.

German (Pape)

ὁ, der Sack, Vetera Lexica.