χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good
impf. of Σχάω,=σχάζω (q.v.).
ἔσχων: παρατ. τοῦ *σχάω, = σχάζω.
ἔσχων: παρατ. του *σχάω, = σχάζω.