εὐχρήστημα
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ατος, τό, advantage received, Stoic.3.23.
German (Pape)
τό, der Nutzen, Vorteil, plur., Cic. Fin. 3.21.
Russian (Dvoretsky)
εὐχρήστημα: ατος τό польза, выгода Cic.
Greek (Liddell-Scott)
εὐχρήστημα: τό, λαμβανομένη ὠφέλεια, Κικ. Fin. 3. 21.
Greek Monolingual
εὐχρήστημα, τὸ (Α) ευχρηστώ
κέρδος, ωφέλεια που λαμβάνεται από κάποιο πράγμα.