ἐνικάτθεο
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
English (LSJ)
ἐνι-κάτθετο, Ep. aor. 2 of ἐγκατατίθημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνικάτθεο: Hes. 2 л. sing. imper. к ἐγκατατίθημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνικάτθεο: ἐνικάτθετο, Ἐπικ. ἀόρ. β΄ τοῦ ἐγκατατίθημι.
Greek Monotonic
ἐνικάτθεο: ἐνικάτθετο, Επικ. αντί ἐγκαταθοῦ, ἐγκατέθετο και βʹ ενικ. Μέσ. αορ. βʹ του ἐγκατατίθημι.