συνώθησις
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
English (LSJ)
εως, ἡ, compulsio, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
συνώθησις: ἡ, = σύνωσις, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 10.
Russian (Dvoretsky)
συνώθησις: εως ἡ Arst. = σύνωσις.
German (Pape)
ἡ, das Mit-, Zusammenstoßen, Sp.