αὐθέντημα
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
auctoramentum, Gloss.
Spanish (DGE)
auctoramentum, Gloss.2.250.
German (Pape)
τό, eigene Macht, Unabhängigkeit, Sp.