σπάλαθρον
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
English (LSJ)
τό, v. σκάλευθρον.
German (Pape)
[Seite 916] τό, = σκάλευθρον, Poll. 7, 22.
Greek (Liddell-Scott)
σπάλαθρον: τό, ἴδε σκάλευθρον.
Greek Monolingual
και σπάλαυθρον και σπαύλαθρον, τὸ, Α
εργαλείο με το οποίο ανασκάλευαν τη φωτιά για να δυναμώσει, αλλ. σκάλεθρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. Στην Μυκηναϊκή απαντά ο τ. qaratoro. To χειλοϋπερωικό -q- του qaratoro και το χειλικό -π- του τ. σπάλαθρον αποκλείουν τη σύνδεση της λ. με το ρ. σκαλεύω «ανακινώ, ανασκαλεύω», η οποία σημασιολογικά θα φαινόταν πολύ πιθανή. Σύμφωνα με μια άποψη, ο τ. συνδέεται με τη λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: (Poll.) = σκάλευθρονoven-rake (Poll.);
Other forms: σπάλαυθρον (Phot., also H. [cod. σπαύλαθρον alphab. wrong])
Dialectal forms: Myc. qaratoro /skʷalathron/
Derivatives: Beside it σπα-λύσσεται σπαράσσεται, τινάσσεται H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Perh. to σπάλαξ, s. σκάλλω.
Frisk Etymology German
σπάλαθρον: (Poll.),
{spálathron}
Forms: σπάλαυθρον (Phot., auch H. [cod. σπαύλαθρον alphab. unrichtig])
Meaning: = σκάλευθρον;
Derivative: Daneben σπαλύσσεται· σπαράσσεται, τινάσσεται H.
Etymology: Viell. zu σπάλαξ, s. σκάλλω.
Page 2,756