σμογερόν
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
English (LSJ)
σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν, Hsch. σμοιός, ά, όν, Hdn.Gr.1.109; σμοιῷ προσώπῳ Anon. (fort. A.Ag.639, ubi στυγνῷ) ap.Hsch.; and σμοῖος, α, ον, Theognost.Can.49,= σκυθρωπός; as pr.n., Ar.Ec.846; also μοῖος and σμυός, Hsch. σμοκορδοῦν· τὸ σχηματίζεσθαι τὰς γυναῖκας, Id. σμοκόρδους· τοὺς τὰς ὀφρῦς ἐγκοίλους ἔχοντας, Id. σμορδοῦν· συνουσιάζειν, Id. σμόρδωνες, = πόσθωνες, Id. σμόω,= σμώγω, EM721.22, An.Ox.2.407.
Greek (Liddell-Scott)
σμογερόν: «σκληρόν. ἐπίβουλον. μοχθηρὸν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σμυγερός.