χιαστός

From LSJ
Revision as of 12:47, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " esp. in " to " especially in ")

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χιαστός Medium diacritics: χιαστός Low diacritics: χιαστός Capitals: ΧΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: chiastós Transliteration B: chiastos Transliteration C: chiastos Beta Code: xiasto/s

English (LSJ)

ή, όν, A arranged diagonally, λίθοι Ph.Bel.94.45; of a noose (in form χιεστός) Heraclas ap. Orib. 48.3 tit.; of a bandage, Sor.Fasc.7 (in form χιεστός), Gal.18(1).819. Adv. -τῶς of an incision, PSI10.1180.47 (ii A. D.). 2 in the shape of a X, σημεῖον Eust.599.35. II especially in Rhet. (cf. χιάζω) , χ. περίοδος Sch.Isoc.6.42, cf. Sch.Il.16.564, Porph. in Cat. 78.36.

German (Pape)

[Seite 1355] adj. verb. von χιάζω, mit einem χ bezeichnet, – gekreuzt, kreuzweise zu stellen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χῑαστός: -ή, -όν, ῥήμ. ἐπίθ., διατεταγμένος κατὰ τρόπον ὅμοιον πρὸς Χ (ἴδε ἐν λ. χιασμός), Σχόλ. εἰς Ἰσοκρ. σ. 120 Ὀξ., Ἰσοκρ. ἔκδ. Κοραῆ τ. 1, σ. 442 ὑποσημ. (1) Κοραῆ, Ἰλ. Π. 564, Εὐστ. 599. 34.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χιαστός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. χιεστός Α [[[χιάζω]] (Ι)]
διατεταγμένος σε σχήμα Χ, σταυροειδώς
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το χιαστό
γραμμ. το χιαστό σχήμα
2. φρ. α) «χιαστό σχήμα»
γραμμ. σχήμα λόγου που εμφανίζεται κατά τη σύνδεση δύο απλών ή σύνθετων προτάσεων με όμοια συντακτική και σημασιολογική δομή και προκαλείται από το γεγονός ότι η σειρά τών όρων της δεύτερης πρότασης είναι αντίστροφη από τη σειρά τών όρων της πρώτης πρότασης, όπως λ.χ. «οι δάσκαλοι αγαπούν τους μαθητές και οι μαθητές τους δασκάλους», αλλ. χιασμός
β) «χιαστοί σύνδεσμοι»
ανατ. δύο ενδοαρθρικοί σύνδεσμοι του γόνατος.